Εγκαινιάζεται στις 30 Νοεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη η μεγάλη αναδρομική έκθεση του σημαντικότατου χαράκτη Α. Τάσσου (1914-1985).
H αναδρομική έκθεση του Α. Τάσσου (1914-1985) είναι η κύρια εκθεσιακή διοργάνωση, η οποία πραγματοποιείται με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του και 30 χρόνων από τον θάνατό του. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, πραγματοποιείται, επίσης, 28 χρόνια μετά τη μεγάλη αναδρομική του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη (1987). Στοχεύει να επανεκτιμηθεί το έργο του από ένα κοινό με διαφορετικό αισθητήριο από εκείνο της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε, αλλά και με οπτική διαμορφωμένη μέσα από τις «ευκολίες» των ψηφιακών αναπαραγωγών.
Στην έκθεση παρουσιάζονται για πρώτη φορά έργα που έφερε στο φως η έρευνα, γνωστά μόνο από τη βιβλιογραφία, αφανή έως σήμερα, καθώς και επιλεγμένο υλικό από τη δουλειά του Α. Τάσσου στις γραφικές τέχνες: βιβλία και λευκώματα εικονογραφημένα με πρωτότυπα χαρακτικά, γραμματόσημα, εξώφυλλα δίσκων, αφίσες.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε έξι ενότητες γύρω από τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά έργα του Τάσσου -χαρακτικά, προσχέδια, πλάκες ξυλογραφίας, ξυλογραφίες τοίχου- τα οποία καθόρισαν την πορεία του:
- Σπουδαστικά έργα 1934-1939
- Κατοχή 1940-1946
- Έγχρωμες ξυλογραφίες 1947-1960
- Μαύρο-Άσπρο 1960-1966
- Μαύρο-Άσπρο ΙΙ 1967-1974
- Τελευταία έργα 1975-1985
Α. Τάσσος: Πενήντα χρόνια στην τέχνη και στον αγώνα
γράφει ο Κακουριώτης Σπύρος στην Αυγή http://www.avgi.gr τις 29.11.2015
Στην έκθεση παρουσιάζονται για πρώτη φορά έργα που έφερε στο φως η έρευνα, γνωστά μόνο από τη βιβλιογραφία, αφανή έως σήμερα, καθώς και επιλεγμένο υλικό από τη δουλειά του Α. Τάσσου στις γραφικές τέχνες: βιβλία και λευκώματα εικονογραφημένα με πρωτότυπα χαρακτικά, γραμματόσημα, εξώφυλλα δίσκων, αφίσες.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε έξι ενότητες γύρω από τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά έργα του Τάσσου -χαρακτικά, προσχέδια, πλάκες ξυλογραφίας, ξυλογραφίες τοίχου- τα οποία καθόρισαν την πορεία του:
- Σπουδαστικά έργα 1934-1939
- Κατοχή 1940-1946
- Έγχρωμες ξυλογραφίες 1947-1960
- Μαύρο-Άσπρο 1960-1966
- Μαύρο-Άσπρο ΙΙ 1967-1974
- Τελευταία έργα 1975-1985
Επιμέλεια έκθεσης: Ειρήνη Οράτη
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Παύλο Θανόπουλο.
Την έκθεση συνοδεύει έκδοση με κείμενα των:
Κωνσταντίνου Παπαχρίστου, Ειρήνης Οράτη, Δημήτρη Παυλόπουλου και Δέσποινας Τσούργιαννη.
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Παύλο Θανόπουλο.
Την έκθεση συνοδεύει έκδοση με κείμενα των:
Κωνσταντίνου Παπαχρίστου, Ειρήνης Οράτη, Δημήτρη Παυλόπουλου και Δέσποινας Τσούργιαννη.
Εγκαίνια: Δευτέρα 30/11/2015, 20:00.
Διάρκεια έκθεσης: 03/12/2015 - 31/01/2016
Χώρος: Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη (Κτήριο Οδού Πειραιώς)
Διοργάνωση: Μουσείο Μπενάκη, Alpha Bank και Εταιρεία Εικαστκών Τεχνών Α. Τάσσος.
Η συγκεκριμένη εκπομπή της σειράς "ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ" είναι αφιερωμένη στον διακεκριμένο χαράκτη και ζωγράφο ΤΑΣΣΟ ΑΛΕΒΙΖΟ (Α. ΤΑΣΣΟ). Στο Α μέρος, η αφήγηση του καλλιτέχνη ξεκινά με τις περιγραφές εικόνων από τον τόπο καταγωγής του, τη Μεσσηνία, και τις αναμνήσεις του από την προσφυγική γειτονιά του Νέου Κόσμου της Αθήνας όπου εγκαταστάθηκε σε παιδική ακόμη ηλικία, και που τον συνόδευσαν στην καλλιτεχνική του παραγωγή. Στη συνέχεια, μιλάει για τα σχολικά και φοιτητικά του χρόνια και τους δασκάλους του, μεταφέροντας το κλίμα της εποχής των σπουδών του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1933-1939). Καθώς ανήκε στον κύκλο των πρώτων σπουδαστών του εργαστηρίου χαρακτικής του ΓΙΑΝΝΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΥ κάνει μνεία στους συμμαθητές του με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά, και που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία της νεοελληνικής τέχνης, όπως ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΠΡΑΛΟΣ, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ και ο ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Αναφέρεται, επίσης, στην πρώτη του ατομική έκθεση στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη το 1936, και στη θεματολογία της: λαϊκές μορφές και έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Επίσης, στο Α Κρατικό Βραβείο που του απονεμήθηκε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο. Μεταφέρει τις εμπειρίες του από το καθεστώς της δικτατορίας του Μεταξά ενώ περιγράφει την ατμόσφαιρα της προπολεμικής περιόδου και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες με βάση τα κοινωνικά θέματα και τα διεθνή γεγονότα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου φιλοτεχνεί προπαγανδιστικές αφίσες. Τέλος, στέλεχος ο ίδιος της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, αναφέρεται στα 40 του σχέδια, θεματικές εικόνες αφιερωμένες στην Εθνική Αντίσταση που περιγράφουν τον αγώνα των ανθρώπων της εποχής για ελευθερία.
Η κάμερα καταγράφει εικόνες από το εικαστικό έργο του χαράκτη, δείγμα του οποίου παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια της εκπομπής. (Πηγή :http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000007320&tsz=0&autostart=0)
Διάρκεια έκθεσης: 03/12/2015 - 31/01/2016
Χώρος: Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη (Κτήριο Οδού Πειραιώς)
Διοργάνωση: Μουσείο Μπενάκη, Alpha Bank και Εταιρεία Εικαστκών Τεχνών Α. Τάσσος.
Πηγή : https://www.facebook.com/
Η κάμερα καταγράφει εικόνες από το εικαστικό έργο του χαράκτη, δείγμα του οποίου παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια της εκπομπής. (Πηγή :http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000007320&tsz=0&autostart=0)
Α. Τάσσος: Πενήντα χρόνια στην τέχνη και στον αγώνα
γράφει ο Κακουριώτης Σπύρος στην Αυγή http://www.avgi.gr τις 29.11.2015
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, του χαράκτη Τάσσου, του οποίου το έργο σηματοδότησε, ίσως περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου εικαστικού, τη δημοκρατική κοινωνική και πολιτική ανάταση που χαρακτήρισε την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Τιμώντας αυτήν την επέτειο, εγκαινιάζεται αύριο στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του, που προσφέρει την ευκαιρία σε ένα νεότερο κοινό να επανεκτιμήσει τον καλλιτέχνη αποτιμώντας το σύνολο του έργου του.
Μια μνημειακή μουσειογραφική κατασκευή, φτιαγμένη από τις ξύλινες πλάκες που χάραζε ο Τάσσος, δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας όπου εκτίθενται τα έργα του. "Στην αναδρομική, που καλύπτει την περίοδο από το 1932 έως το 1985, παρουσιάζονται 125 εκθέματα συνολικά, έργα και δίπλα οι πλάκες όπου τα χάραζε, προσχέδια, ξυλογραφίες τοίχου, όπως ονόμασε κάποια έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του που δεν τυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, εικονογραφημένα βιβλία, λευκώματα, γραμματόσημα και άλλα δείγματα της δουλειάς του στις γραφικές τέχνες, που ξεκινά τη δεκαετία του 1950" λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Ειρήνη Οράτη. Ανάμεσά τους και ένα από τα ελάχιστα ζωγραφικά έργα του, η μακέτα της μεγάλης ζωφόρου Η καλλιέργεια του καπνού, ένα έργο που εκτίθεται για πρώτη φορά στην Αθήνα.
"Θέλουμε να δείξουμε όλη την εξέλιξη του χαράκτη: πώς ξεκινά από μαθητής στο σπουδαστήριο του Κεφαλληνού, πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας των έγχρωμων έργων του μετά τον πόλεμο, με θέματα αγροτικά, και οι δύο ενότητες Άσπρο - μαύρο, έργα με απλοποιημένες φιγούρες που σταδιακά αποκτούν μνημειακότητα, με έντονο συμβολισμό, ώστε να μπορέσει το κοινό να αντιληφθεί τι ήταν ο καλλιτέχνης μέσα από το σύνολο της δουλειάς του" επισημαίνει η Ειρ. Οράτη.
"Είναι δύσκολο, ίσως, να αναφερθεί κάτι νέο για τη ζωή και το έργο του Τάσσου" λέει από τη μεριά του ο επιμελητής του Μουσείου Μπενάκη Κωνσταντίνος Παπαχρήστου. "Όμως, πάντοτε μια αναδρομική έκθεση είναι μια καλή αφορμή για συζήτηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού η ζωή και το έργο του ήταν ταυτισμένα με την κοινωνική και πολιτική του στάση".
Από τον εξπρεσιονισμό στο χρώμα
Τα έργα με τα οποία ξεκινά η αφήγηση ανήκουν στη δεκαετία του 1930 και είναι συνδεδεμένα με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως από την πλευρά της έντασης, όπως παρατηρείται και σε άλλους χαράκτες εκείνης της εποχής, όπως η Βάσω Κατράκη. "Σε αυτά τα έργα διακρίνουμε έντονο κοινωνικό, όχι όμως πολιτικό περιεχόμενο. Απεικονίζει εργάτες, άνεργους, συλλαλητήρια κ.ά., θεματικές που γνωρίζει καλά. Βλέπουμε σε αυτά την αγάπη του για τον κατατρεγμένο, τον αδικημένο, τον καρτερικό, που όμως δεν σκύβει το κεφάλι".
Συνεχίζοντας, η επιμελήτρια της έκθεσης αναφέρεται "στα έργα που έκανε για το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, όπως ο Τρελός, που του κόστισε τη φυλάκισή του, γιατί θεωρήθηκε αντιστασιακή χειρονομία. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, στρέφεται στην έγχρωμη ξυλογραφία, όπου επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική τέχνη, όπως δείχνουν οι αγρότισσες που σχεδιάζει. Πηγαίνει κάθε καλοκαίρι στη Μεσσηνία, την πατρίδα του, φωτογραφίζει, σχεδιάζει και στη συνέχεια όλα αυτά τα μεταφέρει στις έγχρωμες ξυλογραφίες του".
Βλέποντας αυτά τα χαρακτικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να είναι το έργο ενός ανθρώπου που βίωσε μια δεκαετία πολέμου, στερήσεων, κατατρεγμών... "Πιστεύω πως όλοι θέλουν εκείνη την εποχή να ξεφύγουν από την πολεμική δεκαετία, γι' αυτό αρχίζουν να χρησιμοποιούν το χρώμα. Ο Τάσσος αναζητά μια αχτίδα αισιοδοξίας και εγκαταλείπει τελείως τα θέματα της δυστυχίας, της απώλειας, της μνήμης του θανάτου" απαντά η Ειρ. Οράτη. "Θα επιστρέψει στο ασπρόμαυρο τη δεκαετία του 1960 κατακτώντας σταδιακά το προσωπικό ύφος που γνωρίζουν οι περισσότεροι: φαρδαίνει τα περιγράμματα, οι μορφές γίνονται πιο μνημειακές, σταδιακά χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους...".
Έργο αυτής της περιόδου είναι το μνημειακό τρίπτυχο Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου, που ο χαράκτης χάρισε στον Δήμο Νίκαιας. Το έργο χάθηκε επί χούντας και το 1977 ο Τάσσος το ξανατύπωσε και το χάρισε πάλι στον δήμο, απ' όπου δόθηκε για την έκθεση.
Τη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960 θα ανακόψει απότομα η δικτατορία του 1967. Ο Τάσσος θα αντιδράσει σε αυτήν συμμετέχοντας στην κίνηση της "σιωπής" των καλλιτεχνών: "Κλείνεται συνειδητά στο εργαστήριο, δεν εκθέτει παρά μόνον στο εξωτερικό και φιλοτεχνεί την ενότητα Μαύρο-άσπρο ΙΙ, μεγάλες τρίπτυχες συνθέσεις, που θα εκθέσει το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια έκθεση που γνώρισε τεράστια επιτυχία", λέει η επιμελήτρια. "Εκεί εκθέτει και το έργο των 5 μ. για το Πολυτεχνείο, που όσο κι αν προσπαθήσαμε, η Βουλή των Ελλήνων, στην κατοχή της οποίας βρίσκεται, αρνήθηκε να μας το παραχωρήσει για την έκθεση" τονίζει εκφράζοντας τη λύπη της που αυτό το τόσο σημαντικό έργο θα λείπει από την έκθεση.
Η πρώτη για Έλληνα χαράκτη
"Η έκθεση είναι η πρώτη που αφιερώνεται εξ ολοκλήρου σε Έλληνα χαράκτη" μας λέει από τη μεριά του ο Κ. Παπαχρίστου, που παραδέχεται πως "ακόμη και αν δεν δεχτούμε ότι η χαρακτική αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον καλλιτεχνικό είδος, σίγουρα δεν βρίσκεται στις προτιμήσεις των εκθετών, ούτε και του κοινού. Ίσως η αιτία γι' αυτή την περιθωριοποίηση να είναι η αναπαραγωγή, η ίδια ακριβώς ιδιότητα που την καθιστά την πιο 'δημοκρατική' τέχνη".
"Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι αριστεροί καλλιτέχνες της εποχής αγκάλιασαν τη χαρακτική" συμπληρώνει η Ειρ. Οράτη. "Είναι το μάθημα που τους δίδαξε ο Κεφαλληνός, ότι η χαρακτική μπορεί να φτάσει παντού. Σήμερα, που η αναπαραγωγή γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού, οι πλάκες που παρουσιάζονται εδώ είναι ένα μάθημα χαρακτικής από μόνες τους. Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στο τυπωμένο αποτέλεσμα, αλλά και στην υψηλότατη μαστοριά της χάραξης".
Ο ίδιος ο Τάσσος έλεγχε την ποσότητα των αναπαραγωγών. Έβαζε πάνω σε κάθε πλάκα γραμμές για το πόσα τυπώματα είχε κάνει, σημάδια που ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει στις πλάκες που εκτίθενται. "Ήθελε το έργο του να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερους, αλλά ποτέ σε βάρος της ποιότητας. Όταν πλέον αλλοιωνόταν το αποτέλεσμα, σταματούσε να τυπώνει" τονίζει η επιμελήτρια.
Μια μνημειακή μουσειογραφική κατασκευή, φτιαγμένη από τις ξύλινες πλάκες που χάραζε ο Τάσσος, δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας όπου εκτίθενται τα έργα του. "Στην αναδρομική, που καλύπτει την περίοδο από το 1932 έως το 1985, παρουσιάζονται 125 εκθέματα συνολικά, έργα και δίπλα οι πλάκες όπου τα χάραζε, προσχέδια, ξυλογραφίες τοίχου, όπως ονόμασε κάποια έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του που δεν τυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, εικονογραφημένα βιβλία, λευκώματα, γραμματόσημα και άλλα δείγματα της δουλειάς του στις γραφικές τέχνες, που ξεκινά τη δεκαετία του 1950" λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Ειρήνη Οράτη. Ανάμεσά τους και ένα από τα ελάχιστα ζωγραφικά έργα του, η μακέτα της μεγάλης ζωφόρου Η καλλιέργεια του καπνού, ένα έργο που εκτίθεται για πρώτη φορά στην Αθήνα.
"Θέλουμε να δείξουμε όλη την εξέλιξη του χαράκτη: πώς ξεκινά από μαθητής στο σπουδαστήριο του Κεφαλληνού, πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας των έγχρωμων έργων του μετά τον πόλεμο, με θέματα αγροτικά, και οι δύο ενότητες Άσπρο - μαύρο, έργα με απλοποιημένες φιγούρες που σταδιακά αποκτούν μνημειακότητα, με έντονο συμβολισμό, ώστε να μπορέσει το κοινό να αντιληφθεί τι ήταν ο καλλιτέχνης μέσα από το σύνολο της δουλειάς του" επισημαίνει η Ειρ. Οράτη.
"Είναι δύσκολο, ίσως, να αναφερθεί κάτι νέο για τη ζωή και το έργο του Τάσσου" λέει από τη μεριά του ο επιμελητής του Μουσείου Μπενάκη Κωνσταντίνος Παπαχρήστου. "Όμως, πάντοτε μια αναδρομική έκθεση είναι μια καλή αφορμή για συζήτηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού η ζωή και το έργο του ήταν ταυτισμένα με την κοινωνική και πολιτική του στάση".
Από τον εξπρεσιονισμό στο χρώμα
Τα έργα με τα οποία ξεκινά η αφήγηση ανήκουν στη δεκαετία του 1930 και είναι συνδεδεμένα με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως από την πλευρά της έντασης, όπως παρατηρείται και σε άλλους χαράκτες εκείνης της εποχής, όπως η Βάσω Κατράκη. "Σε αυτά τα έργα διακρίνουμε έντονο κοινωνικό, όχι όμως πολιτικό περιεχόμενο. Απεικονίζει εργάτες, άνεργους, συλλαλητήρια κ.ά., θεματικές που γνωρίζει καλά. Βλέπουμε σε αυτά την αγάπη του για τον κατατρεγμένο, τον αδικημένο, τον καρτερικό, που όμως δεν σκύβει το κεφάλι".
Συνεχίζοντας, η επιμελήτρια της έκθεσης αναφέρεται "στα έργα που έκανε για το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, όπως ο Τρελός, που του κόστισε τη φυλάκισή του, γιατί θεωρήθηκε αντιστασιακή χειρονομία. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, στρέφεται στην έγχρωμη ξυλογραφία, όπου επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική τέχνη, όπως δείχνουν οι αγρότισσες που σχεδιάζει. Πηγαίνει κάθε καλοκαίρι στη Μεσσηνία, την πατρίδα του, φωτογραφίζει, σχεδιάζει και στη συνέχεια όλα αυτά τα μεταφέρει στις έγχρωμες ξυλογραφίες του".
Βλέποντας αυτά τα χαρακτικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να είναι το έργο ενός ανθρώπου που βίωσε μια δεκαετία πολέμου, στερήσεων, κατατρεγμών... "Πιστεύω πως όλοι θέλουν εκείνη την εποχή να ξεφύγουν από την πολεμική δεκαετία, γι' αυτό αρχίζουν να χρησιμοποιούν το χρώμα. Ο Τάσσος αναζητά μια αχτίδα αισιοδοξίας και εγκαταλείπει τελείως τα θέματα της δυστυχίας, της απώλειας, της μνήμης του θανάτου" απαντά η Ειρ. Οράτη. "Θα επιστρέψει στο ασπρόμαυρο τη δεκαετία του 1960 κατακτώντας σταδιακά το προσωπικό ύφος που γνωρίζουν οι περισσότεροι: φαρδαίνει τα περιγράμματα, οι μορφές γίνονται πιο μνημειακές, σταδιακά χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους...".
Έργο αυτής της περιόδου είναι το μνημειακό τρίπτυχο Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου, που ο χαράκτης χάρισε στον Δήμο Νίκαιας. Το έργο χάθηκε επί χούντας και το 1977 ο Τάσσος το ξανατύπωσε και το χάρισε πάλι στον δήμο, απ' όπου δόθηκε για την έκθεση.
Τη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960 θα ανακόψει απότομα η δικτατορία του 1967. Ο Τάσσος θα αντιδράσει σε αυτήν συμμετέχοντας στην κίνηση της "σιωπής" των καλλιτεχνών: "Κλείνεται συνειδητά στο εργαστήριο, δεν εκθέτει παρά μόνον στο εξωτερικό και φιλοτεχνεί την ενότητα Μαύρο-άσπρο ΙΙ, μεγάλες τρίπτυχες συνθέσεις, που θα εκθέσει το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια έκθεση που γνώρισε τεράστια επιτυχία", λέει η επιμελήτρια. "Εκεί εκθέτει και το έργο των 5 μ. για το Πολυτεχνείο, που όσο κι αν προσπαθήσαμε, η Βουλή των Ελλήνων, στην κατοχή της οποίας βρίσκεται, αρνήθηκε να μας το παραχωρήσει για την έκθεση" τονίζει εκφράζοντας τη λύπη της που αυτό το τόσο σημαντικό έργο θα λείπει από την έκθεση.
Η πρώτη για Έλληνα χαράκτη
"Η έκθεση είναι η πρώτη που αφιερώνεται εξ ολοκλήρου σε Έλληνα χαράκτη" μας λέει από τη μεριά του ο Κ. Παπαχρίστου, που παραδέχεται πως "ακόμη και αν δεν δεχτούμε ότι η χαρακτική αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον καλλιτεχνικό είδος, σίγουρα δεν βρίσκεται στις προτιμήσεις των εκθετών, ούτε και του κοινού. Ίσως η αιτία γι' αυτή την περιθωριοποίηση να είναι η αναπαραγωγή, η ίδια ακριβώς ιδιότητα που την καθιστά την πιο 'δημοκρατική' τέχνη".
"Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι αριστεροί καλλιτέχνες της εποχής αγκάλιασαν τη χαρακτική" συμπληρώνει η Ειρ. Οράτη. "Είναι το μάθημα που τους δίδαξε ο Κεφαλληνός, ότι η χαρακτική μπορεί να φτάσει παντού. Σήμερα, που η αναπαραγωγή γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού, οι πλάκες που παρουσιάζονται εδώ είναι ένα μάθημα χαρακτικής από μόνες τους. Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στο τυπωμένο αποτέλεσμα, αλλά και στην υψηλότατη μαστοριά της χάραξης".
Ο ίδιος ο Τάσσος έλεγχε την ποσότητα των αναπαραγωγών. Έβαζε πάνω σε κάθε πλάκα γραμμές για το πόσα τυπώματα είχε κάνει, σημάδια που ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει στις πλάκες που εκτίθενται. "Ήθελε το έργο του να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερους, αλλά ποτέ σε βάρος της ποιότητας. Όταν πλέον αλλοιωνόταν το αποτέλεσμα, σταματούσε να τυπώνει" τονίζει η επιμελήτρια.
Τάσσος (χαράκτης)
Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.
Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.
Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή — τρυφερή αλλά και δωρική — απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου. Ωστόσο ένα σύγχρονο μάτι δεν μπορεί να μην διακρίνει μέσα στις ξυλογραφίες του Τάσσου και την επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο χαράκτης «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» (Η. Μόρτογλου, Ριζοσπάστης, 23 Οκτωβρίου 1995).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Α. Τάσσος. Χαρακτική 1932–1985, κείμενα Δημήτρης Παπαστάμος, Ειρήνη Οράτη, Βαντίμ Μιχαήλοβιτς Πολεβόι, Γιώργος Μουρέλος, Αθήνα 1998.
Διαβάστε επίσης :
Η. Μόρτογλου, «Διαχρονική, οικουμενική παρακαταθήκη» — Από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 16 Οκτωβρίου 2005.
«Τάσσος (Τάσσος Αλεβίζος)» — Σύντομο βιογραφικό.
«Τάσσος» — Μερικά έργα του καλλιτέχνη.
Τάσσος (Αλεβίζος), Μεσημέρι (1958). Έγχρωμη ξυλογραφία, 41 εκ. x 37 εκ. Συλλογή Τράπεζας Άλφα. |
Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.
Τάσσος (Αλεβίζος), εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ΄ Δημοτικού. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1973. |
Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.
Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή — τρυφερή αλλά και δωρική — απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου. Ωστόσο ένα σύγχρονο μάτι δεν μπορεί να μην διακρίνει μέσα στις ξυλογραφίες του Τάσσου και την επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο χαράκτης «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» (Η. Μόρτογλου, Ριζοσπάστης, 23 Οκτωβρίου 1995).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Α. Τάσσος. Χαρακτική 1932–1985, κείμενα Δημήτρης Παπαστάμος, Ειρήνη Οράτη, Βαντίμ Μιχαήλοβιτς Πολεβόι, Γιώργος Μουρέλος, Αθήνα 1998.
Διαβάστε επίσης :
Η. Μόρτογλου, «Διαχρονική, οικουμενική παρακαταθήκη» — Από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 16 Οκτωβρίου 2005.
«Τάσσος (Τάσσος Αλεβίζος)» — Σύντομο βιογραφικό.
«Τάσσος» — Μερικά έργα του καλλιτέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου